- ταγηνοστρόφιον
- ταγηνοστρόφιονslice for turning things over in a frying-panneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταγηνοστρόφιον — τὸ, Α μαγειρικό σκεύος με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον «τηγάνι» + στρόφιον (< στροφος < στρέφω), πρβλ. κλινοστρόφιον] … Dictionary of Greek
τηγανόστροφον — τὸ, Α το ταγηνοστρόφιον*, κουτάλα ή σπάτουλα που χρησιμοποιείται στο τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον + στροφον (< στρέφω), πρβλ. ταγηνοστρόφιον] … Dictionary of Greek